οιστραδιόλη


οιστραδιόλη
Προφορά

Ετυμολογία
οιστραδιόλη └αγγλ┘oestradiol

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οιστραδιόλη

✦ ορμόνη, από τα φυσικά οιστρογόνα, που εκκρίνεται από τις ωοθήκες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.