οινοχόος
Προφορά
Ετυμολογία
οινοχόος αρχαία ελληνική οἰνοχόος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο οινοχόος
✦ ο κεραστής κρασιού
✦ (ειδ.) στην αρχαία Ελλάδα, ο υπηρέτης που έριχνε κρασί στα κύπελλα των συμποσιαστών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–