οινοπώλισσα


οινοπώλισσα
Προφορά

Ετυμολογία
οινοπώλισσα μεταγενέστερη ελληνική οἰνοπώλης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οινοπώλισσα

✦ θηλ. οινοπώλισσα (Κ -πώλις, -ιδος) πωλητής κρασιού, κάπελας, ταβερνιάρης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.