οικότροφος


οικότροφος
Προφορά

Ετυμολογία
οικότροφος μεταγενέστερη ελληνική οἰκότροφος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η οικότροφος

✦ μαθητής που μένει σε οικοτροφείο
✦ εκείνος που τρέφεται σε ξένο σπίτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.