οικουμενικός


οικουμενικός
Προφορά

Ετυμολογία
οικουμενικός μεταγενέστερη ελληνική οἰκουμενικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ οικουμενικός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στην οικουμένη, παγκόσμιος
✦ (εκκλ.) οικουμενική σύνοδος, εκείνη στην οποία μετέχουν επίσκοποι της όλης Εκκλησίας
✦ οικουμενική κυβέρνηση, εκείνη στην οποία μετέχουν όλα τα πολιτικά κόμματα

Συνώνυμα
πανανθρώπινος
Αντίθετα

Επιρρήματα
οικουμενικά (Κ οικουμενικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.