οικουμένη


οικουμένη
Προφορά

Ετυμολογία
οικουμένη αρχαία ελληνική οἰκουμένη (ενν. γῆ), └θηλ┘ της παθ. μτχ. οἰκούμενος του ρήματος οἰκῶ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οικουμένη

✦ ο κατοικούμενος κόσμος
✦ η υφήλιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.