οικοπεδοφάγος


οικοπεδοφάγος
Προφορά

Ετυμολογία
οικοπεδοφάγος οικόπεδον + θ. αορ. έφαγον του τρώγω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η οικοπεδοφάγος

✦ αυτός που σφετερίζεται, καταπατά ξένα οικόπεδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.