οδός


οδός
Προφορά

Ετυμολογία
οδός αρχαία ελληνική ὁδός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οδός

✦ λωρίδα εδάφους κατάλληλα διαμορφωμένη, ώστε να εξυπηρετεί την κίνηση πεζών και οχημάτων, δρόμος
(μτφ. ) τρόπος ενέργειας, μέσο, μέθοδος
✦ φρ. καθ’ οδόν, ενώ βρίσκεται ή βαδίζει κανείς στο δρόμο, κατά τη διάρκεια πορείας, ταξιδιού
✦ φρ. εν μέση οδώ, καταμεσής του δρόμου (κ. μτφ.) ενώπιον όλων – πλάγια οδός, δόλιος, απατηλός τρόπος αντιμετώπισης αντιπάλου ή θέματος, πλάγια μέσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.