οδόντωση
Προφορά
Ετυμολογία
οδόντωση μεταγενέστερη ελληνική ρ. ὀδοντόω-ῶ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η οδόντωση
✦ η οδοντοφυΐα (βλ. λ.)
✦ (μηχαν.) το σύνολο των προεξοχών και εντομών με τις οποίες γίνεται σύζευξη μεταλλικών ή άλλων αντικειμένων, το γρανάζι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–