οδοντόπονος


οδοντόπονος
Προφορά

Ετυμολογία
οδοντόπονος οδούς + πόνος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οδοντόπονος

✦ πόνος των δοντιών, οδονταλγία, πονόδοντος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.