οδοντόλιθος


οδοντόλιθος
Προφορά

Ετυμολογία
οδοντόλιθος οδούς + λίθος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οδοντόλιθος

✦ στρώμα λιθώδους ιζήματος που σχηματίζεται γύρω από τα δόντια, πέτρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.