οδοντοφόρος


οδοντοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
οδοντοφόρος μεταγενέστερη ελληνική ὀδοντοφόρος

Ερμηνεία
οδοντοφόρος

✦ -ος κ. -α, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) που φέρει, που έχει δόντια
✦ ουδ. το οδοντοφόρο ως ουσ., μικρή προεξοχή με μικροσκοπικά δόντια που έχουν στο στόμα τους τα μαλάκια
✦ γένος ορνιθόμορφων πτηνών της τροπικής Αμερικής, τα οποία φέρουν δύο δόντια στην κάτω σιαγόνα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.