οδοντορραγία


οδοντορραγία
Προφορά

Ετυμολογία
οδοντορραγία οδούς, οδόντος + θ. αορ. ερράγην του ρήματος ρήγνυμαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οδοντορραγία

✦ αιμορραγία μετά την εξαγωγή δοντιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.