ξηρόφυτα


ξηρόφυτα
Προφορά

Ετυμολογία
ξηρόφυτα ξηρός + φύω

Ερμηνεία
ξηρόφυτα

✦ ουσ. (βοταν.) φυτά που ευδοκιμούν σε ξερούς, άνυδρους τόπους: τα κακτοειδή ανήκουν στα ξηρόφυτα

Συνώνυμα

Αντίθετα
υδροχαρή
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.