ξηρός
Προφορά
Ετυμολογία
ξηρός αρχαία ελληνική ξηρός
Ερμηνεία
ξηρός
✦ -ά, -ό επίθ. ξερός (βλ. λ.)
✦ ξηροί καρποί, καρποί ή σπόροι φυτών που ξεραίνονται και διατηρούνται χωρίς να αλλοιώνονται
✦ ξηρά τροφή, στερεά τρόφιμα, διατηρημένα ή ετοιμασμένα από πριν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–