ξηραντήριος
Προφορά
Ετυμολογία
ξηραντήριος ξηραίνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ξηραντήριος -α, -ο
✦ ξηραντικός (βλ. λ.)
✦ ουδ. ξηραντήριο ως ουσ. εγκατάσταση ή συσκευή για την ξήρανση υλικών
✦ το μέρος, ο χώρος όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις ξηράνσεως
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–