ξηραντήρας
Προφορά
Ετυμολογία
ξηραντήρας ξηραίνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ξηραντήρας
✦ (χημ.) συσκευή που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για την ξήρανση χημικών ουσιών (πρώτων υλών ή προϊόντων χημικής αντίδρασης ή διεργασίας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–