ξημεροβραδιάζομαι
Προφορά
Ετυμολογία
ξημεροβραδιάζομαι ξημερώνω + βραδιάζομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξημεροβραδιάζομαι
✦ περνώ τον καιρό μου αργόσχολος από το ξημέρωμα ως το βράδυ, ή μέρα και νύχτα: ξημεροβραδιάζεται στις ταβέρνες και στα καφενεία
✦ αφιερώνω με ζήλο όλο μου το χρόνο σ’ ένα έργο: ξημεροβραδιάζεται στις βιβλιοθήκες για τη διατριβή του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–