ξημεροβράδιασμα
Προφορά
Ετυμολογία
ξημεροβράδιασμα ξημεροβραδιάζομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ξημεροβράδιασμα
✦ το να περνά κάποιος όλη τη μέρα του κάπου: αυτό το ξημεροβράδιασμα στα καφενεία είναι ενοχλητικό
✦ το να αφιερώνει κάποιος όλο του το χρόνο σ’ ένα έργο: το ξημεροβράδιασμα με τ’ άρματα (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–