ξεριάς


ξεριάς
Προφορά

Ετυμολογία
ξεριάς ξερός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ξεριάς

✦ χείμαρρος που ξεραίνεται όταν δεν τροφοδοτείται από νερά βροχής: κατεβήκανε τα ρυάκια κι οι ξεριάδες, πλύθηκε η γης (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.