ξερατό


ξερατό
Προφορά

Ετυμολογία
ξερατό ξερνώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ξερατό

✦ ο εμετός
(μτφ. ) ό,τι προκαλεί αηδία (άνοστο φαγητό, ανόητη κουβέντα κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.