ξεραίνω


ξεραίνω
Προφορά

Ετυμολογία
ξεραίνω αρχαία ελληνική ξηραίνω

Ερμηνεία
ρήμα ξεραίνω

✦ αφαιρώ το νερό, την υγρασία από κάτι, στεγνώνω: όταν ξεραθεί το χαμομήλι στον καλύτερο ήλιο της χρονιάς (Ν. Καρούζος)
✦ αναισθητοποιώ
✦ (μέσ.) ξεραίνομαι, μένω κατάπληκτος, αποσβολωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
υγραίνω, νοτίζω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.