ξεραΐλα


ξεραΐλα
Προφορά

Ετυμολογία
ξεραΐλα ξέρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ξεραΐλα

✦ ξηρασία, ανομβρία: και καρφώνει το μάτι μας στην ξεραΐλα μιας σβολιασμένης γης (Τ. Παπατσώνης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.