ξεράδι


ξεράδι
Προφορά

Ετυμολογία
ξεράδι υποκορ. του μεσαιωνική ελληνική ἡ ξηράδα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ξεράδι

✦ ξερό κλαδί δέντρου
✦ (μτφ. κ. με παικτική διάθεση) χέρι ή πόδι: φρ. κάτω τα ξεράδια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.