ξεπροβοδίζω


ξεπροβοδίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ξεπροβοδίζω ξε- + προβοδώ

Ερμηνεία
ξεπροβοδίζω

✦ κ. ξεπροβοδώ, -άς, -ά ρ. (ξεπροβόδ-ισα κ. -ησα) συνοδεύω ως ένα σημείο κάποιον που φεύγει, κατευοδώνω: τους ξεπροβόδισε ως την άκρη του χωριού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.