ξεπλύνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεπλύνω ἐξέπλυνα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού ἐκπλύνω
Ερμηνεία
ξεπλύνω
✦ κ. ξεπλύνω ρ. (ξέπλ-υνα, -ύθηκα, -υμένος) ξεβγάζω με καθαρό νερό, αποτελειώνω το πλύσιμο
✦ ξεπλένω χρήματα, επενδύω σε νόμιμες επιχειρήσεις χρήματα που αποκτήθηκαν με παράνομο τρόπο
✦ ξεπλένομαι, πλένομαι πρόχειρα: πήγαινε να ξεπλυθείς, πριν καθίσεις στο τραπέζι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–