ξεμανίκωτος
Προφορά
Ετυμολογία
ξεμανίκωτος ξε- + μανίκι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ξεμανίκωτος -η, -ο
✦ ο χωρίς μανίκια: ξεμανίκωτο μπλουζάκι
✦ (για πρόσ.) που φορεί ρούχο χωρίς μανίκια ή που έχει ανασηκωμένα τα μανίκια, ανασκουμπωμένος, ξεμπράτσωτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–