ξεμακραίνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεμακραίνω ξε- + μακραίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεμακραίνω
✦ απομακρύνω κάποιον
✦ (αμτβ.) απομακρύνομαι σιγά σιγά: έπειτα ξεμακραίνουν στον αδιάφορο ήλιο τα βήματα (Γ. Γεραλής)
✦ παύω να συναναστρέφομαι: με τον καιρό, ξεμάκρυνε από την παρέα μας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
σιμώνω, πλησιάζω
Επιρρήματα
–