ξεμένω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεμένω ξε- + μένω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεμένω
✦ απομένω, βρίσκομαι μόνος ή σε δύσκολη θέση: έφυγε το καράβι και ξεμείναμε
✦ φρ. ξεμένω από, στερούμαι κάτι, χάνω ό,τι μου είχε απομείνει: είχαμε ξεμείνει από λεφτά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–