ξεβρακώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεβρακώνω ξε- + βρακώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεβρακώνω
✦ αφαιρώ το βρακί
✦ (μτφ. ) αποκαλύπτω ευτέλεια, την ποταπότητα κάποιου, ή τις κακές προθέσεις του: με όσα είπε ξεβρακώθηκε μπροστά στους μαθητές του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–