ξαρμύρισμα


ξαρμύρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
ξαρμύρισμα ξαρμυρίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ξαρμύρισμα

✦ η πλήρης ή μερική αφαλάτωση τροφίμων, η αφαίρεση της αρμύρας: θέλουν ξαρμύρισμα οι ελιές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.