ξαναχτυπώ
Προφορά
Ετυμολογία
ξαναχτυπώ ξανά + χτυπώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξαναχτυπώ -άς, -ά
✦ χτυπώ και πάλι, για δεύτερη ή για πολλοστή φορά: δε θέλω να ξαναχτυπήσεις το παιδί
✦ επαναλαμβάνω βίαιη ενέργεια: οι τρομοκράτες ξαναχτύπησαν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–