ξαναπαντρεμένος


ξαναπαντρεμένος
Προφορά

Ετυμολογία
ξαναπαντρεμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος ξαναπαντρεύομαι

Ερμηνεία
ξαναπαντρεμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός που, πριν από τον τελευταίο γάμο του, έχει παντρευτεί πάλι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.