ξανανιώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξανανιώνω ξανά + νιώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξανανιώνω
✦ γίνομαι ή αισθάνομαι και πάλι νέος, αναζωογονούμαι: με τα μπάνια, ξανάνιωσε
✦ φαίνομαι λαμπρότερος, δροσερότερος: με την αυγή… και με το φως τα πάντα ξανανιώνουν (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–