ξέρακας


ξέρακας
Προφορά

Ετυμολογία
ξέρακας ξερός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ξέρακας

✦ ξερό δέντρο, ιδ. το απανθρακωμένο από κεραυνό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.