ξέρα
Προφορά
Ετυμολογία
ξέρα ξερός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ξέρα
✦ σκόπελος ή ύφαλος: η βάρκα τους χτύπησε σε ξέρα και βούλιαξε
✦ ξηρασία, ανομβρία
✦ ξερός τόπος: κι ήτανε ξέρα ολόγυρα, από την μακρινήν αναβροχιά (Κ. Παλαμάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–