ξέπλυμα


ξέπλυμα
Προφορά

Ετυμολογία
ξέπλυμα ξεπλύνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ξέπλυμα

✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεπλένω, το πλύσιμο
✦ το απόπλυμα
(μτφ. ) φαγητό ανούσιο
✦ (μτφ. για χρήματα) τοποθέτηση σε νόμιμες επιχειρήσεις χρημάτων που αποκτήθηκαν με παράνομο τρόπο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.