ξέπλεκος
Προφορά
Ετυμολογία
ξέπλεκος ξεπλέκω
Ερμηνεία
ξέπλεκος
✦ κ. ξέπλεγος, -η, -ο επίθ. ο ξεπλεγμένος, που δεν πλέχτηκε
✦ (ειδ.) ο ξεχτένιστος: τα ξανθά μαλλιά ξέπλεκα γύρω στην κερένια κεφαλή (Ν. Εγγονόπουλος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–