νυκταλωπία


νυκταλωπία
Προφορά

Ετυμολογία
νυκταλωπία αρχαία ελληνική νυκτάλωψ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η νυκταλωπία

✦ πάθηση των ματιών, που χαρακτηρίζεται από αδυναμία όρασης στο άπλετο φως

Συνώνυμα

Αντίθετα
ημεραλωπία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.