ντύσιμο
Προφορά
Ετυμολογία
ντύσιμο ντύνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ντύσιμο
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του ντύνω, ένδυση, η κάλυψη με ρούχα
✦ το σύνολο των ενδυμάτων, η περιβολή: δεν προσέχει το ντύσιμό της – κομψό ντύσιμο
✦ (γεν.) επένδυση, επικάλυψη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
γδύσιμο
Επιρρήματα
–