ντρόγκα


ντρόγκα
Προφορά

Ετυμολογία
ντρόγκα └ιταλ┘droga

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ντρόγκα

✦ ναρκωτική ουσία, το ναρκωτικό: η ηρωίνη είναι η ντρόγκα των φτωχών (Κλικ)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.