ντρεσάρω


ντρεσάρω
Προφορά

Ετυμολογία
ντρεσάρω └γαλλ┘ dresser

Ερμηνεία
ρήμα ντρεσάρω

✦ εκγυμνάζω άλογο
✦ (γεν.) εκπαιδεύω, εξασκώ κάποιον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.