ντρεσάρισμα


ντρεσάρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
ντρεσάρισμα ντρεσάρω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ντρεσάρισμα

✦ εκγύμναση αλόγου
✦ (γεν.) εκπαίδευση, εξάσκηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.