ντρέπομαι


ντρέπομαι
Προφορά

Ετυμολογία
ντρέπομαι όψιμο μεσαιωνική ελληνική ντρέπομαι

Ερμηνεία
ρήμα ντρέπομαι

✦ νιώθω ντροπή: να πάει πίσω ντρέπεται, να πάει ομπρός φοβάται (δημ. τραγ.)
✦ διστάζω από συστολή: ντρέπεται να έλθει στη συγκέντρωση – ντρέπεται να μιλήσει μπροστά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.