ντράιβιν


ντράιβιν
Προφορά

Ετυμολογία
ντράιβιν └αγγλ┘drive-in

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ντράιβιν

✦ η λ. για κινηματογράφο (σε άλλες χώρες και για τράπεζα, εστιατόριο κτλ.) όπου ο πελάτης διασκεδάζει ή εξυπηρετείται παραμένοντας μέσα στο αυτοκίνητό του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.