ντούτσε


ντούτσε
Προφορά

Ετυμολογία
ντούτσε └ιταλ┘duce

Ερμηνεία
ντούτσε

✦ άκλ. ουσ. αρχηγός, ηγεμόνας· η λ. ως προσων. του Μουσολίνι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.