ντεσιμπέλ


ντεσιμπέλ
Προφορά

Ετυμολογία
ντεσιμπέλ └γαλλ┘ décibel

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ντεσιμπέλ

✦ μονάδα μετρήσεως της εντάσεως των ήχων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.