ντεσέν


ντεσέν
Προφορά

Ετυμολογία
ντεσέν └γαλλ┘ dessin (= σχέδιο)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ντεσέν

✦ η λ. ιδ. για τα σχέδια υφάσματος: μ’ αρέσει το χρώμα του υφάσματος αλλ’ όχι το ντεσέν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.