ντεπιές


ντεπιές
Προφορά

Ετυμολογία
ντεπιές └γαλλ┘ deux pieces (= δύο κομμάτια)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ντεπιές

✦ γυναικείο ένδυμα αποτελούμενο από φούστα και μπλούζα ή σακάκι από το ίδιο ύφασμα που φοριούνται ως σύνολο
✦ (υποκορ.) ντεπιεδάκι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.