ντενιέ
Προφορά
Ετυμολογία
ντενιέ └διεθν┘denier, από το └γαλλ┘ denier (= δηνάριο• παλιό γαλλικό νόμισμα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το ντενιέ
✦ αρχικά, μονάδα βάρους για το μετάξι, ίση με 1.181 γραμμάρια
✦ σήμερα, διεθνής μονάδα για τη λεπτότητα του νήματος: οι μονάδες ντενιέ ενός νήματος αντιστοιχούν προς το βάρος, σε γραμμάρια, 9.000 μέτρων νήματος (Larousse-Britannica)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–